κυνοειδῆ

κυνοειδῆ
κυνοειδής
like a dog
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κυνοειδής
like a dog
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κυνοειδής
like a dog
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνοειδή — (cynoidea). Διαίρεση σαρκοφάγων της υπόταξης των σχιστοπόδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι λύκοι, τα τσακάλια, οι σκύλοι και οι αλεπούδες. Τα κ. έχουν δυνατά πόδια, μικρό κεφάλι, λεπτό λαιμό, μεγάλα μάτια, μακριά αφτιά και οξύ ρύγχος. Τα… …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”